- λυκουρίνι
- λυκουρίνι, το και λυκουρίνος, οείδος ψαριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυκουρίνι — το βλ. λικουρίνι … Dictionary of Greek
λικουρίνι — και λυκουρίνι, το καπνιστός κέφαλος, κν. νίτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liocorno (marino), ενώ κατ άλλους < αρχ. *λευκορ ρίνιον] … Dictionary of Greek
λυκορίνι — και λυκουρίνι, το βλ. λικουρίνι … Dictionary of Greek
λυκουρίνος — ο το λικουρίνι, δημώδης ονομασία τού καπνιστού κέφαλου τής Αίνου, πόλης τής Ανατολικής Θράκης, αλλ. νίτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκουρίνι* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek